ΓΡΑΣΕΠ 2ου ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΞΥΛΟΚΑΣΤΡΟΥ

(Από την ιστοσελίδα του Π.Ι.)

Μετάβαση των νέων από την εκπαίδευση/αρχική κατάρτιση στην αγορά εργασίας

      Αν οι μεγάλες οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές (1) των τελευταίων δεκαετιών επηρέασαν τη σταθερότητα γενικά των εργαζομένων στην αγορά εργασίας, οι επιπτώσεις τους ήταν πολύ πιο έντονες στην απασχόληση των νέων, των οποίων η θέση στην αγορά εργασίας έγινε πολύ ευάλωτη η δε ένταξή τους σ' αυτήν πολύ πιο δύσκολη και προβληματική. Η διαδικασία πλήρους ενσωμάτωσης των νέων στην κοινωνία των ενηλίκων δεν γίνεται πια αυτόματα ούτε είναι σαφώς οριοθετημένη, αφού στις περισσότερες περιπτώσεις δεν αποτελεί το πέρασμα μικρής γέφυρας που συνδέει την εκπαίδευση με την αγορά εργασίας, αλλά φαίνεται να είναι μέρος ενός μακρoχρόνιου ταξιδιού που αρχίζει πολύ πριν φύγουν οι νέοι από το σχολείο και δεν τελειώνει οπωσδήποτε με την πρώτη είσοδό τους στην αγορά εργασίας.

     Αντίστοιχα o όρος "Μετάβαση", ενώ παλαιότερα εξέφραζε τον παραδοσιακό δρόμο μετακίνησης από το σχολείο απευθείας στον κόσμο της εργασίας, σήμερα έχει διευρυνθεί και εκφράζει, γενικά, "ποικίλους δρόμους που ακολουθούν οι νέοι μετακινούμενοι μέσα στο εκπαιδευτικό σύστημα την κατάρτιση και την αγορά εργασίας" (2). Εδώ, πιο συγκεκριμένα, ο όρος "Μετάβαση από την εκπαίδευση / αρχική κατάρτιση στην εργασία" αναφέρεται στη χρονική περίοδο κατά την οποία οι νέοι μετακινούνται από μια κατάσταση όπου κύρια δραστηριότητα είναι η σχολική φοίτηση (γενική ή επαγγελματική εκπαίδευση) σε μια κατάσταση όπου κυριαρχεί η εργασία (3). Η περίοδος μετάβασης αρχίζει, δηλαδή, από τα πρώτα ακόμη χρόνια της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και εκτείνεται έως δύο-τρία χρόνια πριν από την ηλικία των 30. Κατά έναν άλλο ορισμό, η περίοδος μετάβασης αρχίζει το πρώτο ηλικιακό έτος που ποσοστό μικρότερο του 75% του πληθυσμού βρίσκεται στην εκπαίδευση και τελειώνει με το πρώτο ηλικιακό έτος που το 50% του πληθυσμού βρίσκεται στην εργασία και όχι στην εκπαίδευση (4).

     Βέβαια η διαδικασία μετακίνησης από την αρχική εκπαίδευση στην εργασία, η αρχική δηλαδή μετάβαση, είναι μόνο μία από τις πολλές που ίσως χρειαστεί να κάνουν οι νέοι στη διάρκεια της ενεργού ζωής τους (5). Είναι όμως ιδιαίτερα σημαντική, επειδή μπορεί να επηρεάσει καταλυτικά το εύρος των ευκαιριών των νέων για εργασία, εκπαίδευση και κατάρτιση σε όλη την υπόλοιπη ζωή τους.

     Ο προβληματισμός για τη μετάβαση των νέων από το σχολείο στην εργασία ξεκίνησε τη δεκαετία του 1970, ύστερα από την αύξηση της ανεργίας των νέων, και εστιάστηκε αρχικά στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι νέοι οι οποίοι εγκαταλείπουν πρόωρα το σχολείο, και στην αποτελεσματικότητα της επαγγελματικής εκπαίδευσης. Σήμερα όμως αναγνωρίζεται ότι η μετάβαση ενέχει δυσκολίες και μπορεί να εγκυμονεί κινδύνους για όλους τους νέους, τόσο για εκείνους που αναζητούν απασχόληση πριν ακόμη ή αμέσως μετά την ολοκλήρωση της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης όσο και για εκείνους που πριν από την αναζήτηση εργασίας ακολουθούν τριτοβάθμιες σπουδές. Όλοι οι νέοι χρειάζεται να αποκτήσουν τα κατάλληλα εφόδια που θα τους εξασφαλίσουν απασχόληση όσο το δυνατόν πιο σύντομα μετά την αποφοίτησή τους, αλλά και θα τους βοηθήσουν, μακροπρόθεσμα, να αποφύγουν την επί μακρό διάστημα εξαίρεσή τους από την αγορά εργασίας, να αντιμετωπίσουν τις απρόβλεπτες αλλαγές της, και να γίνουν αποδοτικοί "μαθητές" σε όλη την ενεργό ζωή τους. Αυτοί θεωρούνται και οι στόχοι της σχετικής με τη "μετάβαση" εκπαιδευτικής πολιτικής (6). Θέματα που σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με τη μετάβαση, όπως: η άρση των φραγμών για την είσοδο των νέων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, η δομή και το περιεχόμενο της εκπαίδευσης και ο εκσυγχρονισμός των αναλυτικών προγραμμάτων, ο βαθμός απόκτησης εργασιακών προσόντων στη διάρκεια της εκπαίδευσης και αρχικής κατάρτισης, ο βαθμός διαφοροποίησης μεταξύ των προγραμμάτων γενικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης, το σημείο έναρξης αυτής της διαφοροποίησης, κ.ά., τα οποία βρίσκονται συνήθως στο προσκήνιο του διαλόγου για την εκπαίδευση και αποτελούν τους άξονες σχεδόν κάθε εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, είναι σήμερα επίκαιρα όσο ποτέ άλλοτε.

     Η "μετάβαση" όμως, πέραν του Υπουργείου Παιδείας, αποτελεί αντικείμενο ενδιαφέροντος και άλλων φορέων, οι οποίοι άμεσα ή έμμεσα χαράσσουν και ασκούν εκπαιδευτική ή/και εργασιακή πολιτική: Υπουργείο Εργασίας, Τοπική Αυτοδιοίκηση, διάφοροι Οργανισμοί, Ινστιτούτα, Ενώσεις Εργοδοτών και Εργαζομένων, κτλ. Όλοι αυτοί οι φορείς χρειάζονται έγκυρες και τεκμηριωμένες πληροφορίες, για να μπορέσουν να συμβάλουν ουσιαστικά με την πολιτική τους στη βελτίωση της μετάβασης. Όπως, επίσης, πληροφορίες για τις εξελίξεις στην αγορά εργασίας, τις ευκαιρίες κατάρτισης και απασχόλησης που προσφέρονται, τις συνέπειες που συνεπάγονται οι διάφορες εκπαιδευτικές και επαγγελματικές επιλογές κτλ. χρειάζονται και οι ίδιοι οι μαθητές, για να διαμορφώσουν έγκαιρα τα κριτήρια εκείνα που θα τους επιτρέψουν να αποφασίσουν αυτόνομα, συνειδητά και ρεαλιστικά για το μέλλον τους, αλλά και οι καθηγητές και οι γονείς τους, για να είναι με τη σειρά τους σε θέση να τους στηρίξουν αποτελεσματικά στη λήψη των αποφάσεων τους.

Μηχανισμοί συγκέντρωσης, επεξεργασίας και διάχυσης σχετικών με τη "μετάβαση" πληροφοριών - Παρατηρητήρια

     Στις περισσότερες αναπτυγμένες χώρες, οι σχετικές με την εκπαίδευση/αρχική κατάρτιση και απασχόληση πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την άσκηση πολιτικής στους συγκεκριμένους τομείς, συλλέγονται μέσα από "Έρευνες Αποφοίτων". Μερικές από τις έρευνες αυτές πραγματοποιούνται από τις εθνικές στατιστικές υπηρεσίες, στο πλαίσιο της καταγραφής του συνολικού πληθυσμού, ή από τις στατιστικές υπηρεσίες των Υπουργείων Παιδείας και Εργασίας, στο πλαίσιο καταγραφής του μαθητικού και εργατικού δυναμικού (Βέλγιο, Δανία, Σκανδιναβικές χώρες, Γερμανία) και περιλαμβάνουν συνήθως γενικού ενδιαφέροντος στοιχεία για την εγκατάσταση των αποφοίτων του εκπαιδευτικού συστήματος στην αγορά εργασίας. Οι περισσότερες όμως "Έρευνες Αποφοίτων" διεξάγονται με συστηματικό τρόπο και σε διαρκή βάση με τη βοήθεια ενός καλά οργανωμένου συστήματος. Πρόκειται για μηχανισμούς (Παρατηρητήρια) που έχουν στόχο να παρακολουθούν την εκπαιδευτική και επαγγελματική διαδρομή των αποφοίτων των διαφόρων σχολικών τύπων και των διαφόρων επιπέδων εκπαίδευσης, τις μεταβολές στις απαιτήσεις των εργοδοτών, τη σχέση προσφοράς και ζήτησης στους διάφορους επαγγελματικούς τομείς και κλάδους καθώς και στα διάφορα επαγγέλματα, τόσο σε κεντρικό όσο και σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο. Στόχος τους είναι επίσης να αναλύουν τα στατιστικά στοιχεία που συγκεντρώνουν, να τα συγκρίνουν με αντίστοιχα στοιχεία που συλλέγονται από άλλες υπηρεσίες με διαφορετικές μεθόδους και να καταλήγουν σε αξιόπιστα συμπεράσματα.

     Τα Παρατηρητήρια είτε ενσωματώνονται στα Υπουργεία Παιδείας και Απασχόλησης είτε συγκροτούνται ως ανεξάρτητα ερευνητικά ινστιτούτα είτε εντάσσονται σε πανεπιστήμια ή άλλους φορείς. Ανάλογα με τις πολιτικές προτεραιότητες, τις αντικειμενικές δυνατότητες και τους περιορισμούς στους πόρους διαφοροποιούνται ως προς τους στόχους, τα είδη των ερευνών που διεξάγουν, τη συχνότητα διεξαγωγής τους, τις διερευνώμενες παραμέτρους, τη μεθοδολογία, το μέγεθος του πληθυσμού/δείγματος, τον τρόπο διάχυσης των αποτελεσμάτων, κτλ.

     Οι "Έρευνες Αποφοίτων", στο πλαίσιο των Παρατηρητηρίων, διεξάγονται σε τακτά χρονικά διαστήματα (συνήθως ετησίως), σε αντιπροσωπευτικά δείγματα αποφοίτων διαφόρων σχολικών τύπων και επιπέδων εκπαίδευσης, 1-3 χρόνια μετά την αποφοίτηση, συνήθως με ταχυδρομικό ερωτηματολόγιο, και περιλαμβάνουν πλήθος ποσοτικών αλλά και ποιοτικών μεταβλητών, όπως: κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο, σχολική επίδοση, εκπαιδευτική και επαγγελματική διαδρομή, αναδρομική -μηνιαία ή εξαμηνιαία- καταγραφή της επαγγελματικής κατάστασης κατά τη διαδρομή με υποκειμενική εκτίμησή της, επαγγελματική και γεωγραφική κινητικότητα, στάση απέναντι στην εκπαίδευση και την εργασία, αποδοχές, ικανοποίηση από την εργασία, σταθερότητα απασχόλησης, συμμετοχή σε συνεχιζόμενη κατάρτιση, στρατηγικές αναζήτησης και εύρεσης εργασίας, επαγγελματικές προσδοκίες, κτλ. Σε αρκετές περιπτώσεις την έρευνα επισκόπησης σε κάποια χρονική στιγμή μετά την αποφοίτηση (cross sectional survey) ακολουθεί διαχρονική έρευνα για τη διερεύνηση των ιδίων μεταβλητών στην πορεία του χρόνου.

     Αξίζει να αναφερθούν τα παρακάτω Παρατηρητήρια στον ευρωπαϊκό χώρο:

bulletΒέλγιο: Higher Institute of Labour Studies (HIVA), Catholic University of Louvain
bulletΓαλλία: Centre d' Etudes et de Recherches sur les Qualifications (CEREQ), Paris
bulletΓερμανία: Mannheim Centre for European Social Research, University of Mannheim
bulletΙρλανδία: The Economic and Social Research Institute (ESRI), Dublin
bulletΙταλία: Ιnstituto per lo Sviluppo della formazione Professionale dei Lavoratori (ΙSFOL), Rome
bulletΟλλανδία: Research Centre for Education and the Labour Market (ROA), University of Maastricht / Marketresearch BV (DESAN), Amsterdam
bulletΠορτογαλία: Instituto para a Inovasao na Formacao (INOFOR), Lisbon
bulletΣκωτία: Centre for Educational Sociology (CES), University of Edinburgh
bulletΣουηδία: Swedish Institute for Social Research (SOFI), Stockholm

     Ορισμένα από αυτά τα παρατηρητήρια έχουν μακρά παράδοση (π.χ. ESRI Ιρλανδίας, δεκαετία ΄80), άλλα συγκροτήθηκαν πρόσφατα (Πορτογαλία). Εκτός Ευρώπης αξιόλογα Παρατηρητήρια λειτουργούν από αρκετά χρόνια στη Βόρεια Αμερική (ΗΠΑ, Καναδά), στην Ιαπωνία και στην Αυστραλία.

     Όσον αφορά συγκριτικά στοιχεία για την εκπαίδευση, την κατάρτιση και την απασχόληση στις διάφορες χώρες της ΕΕ, μπορεί κανείς να αντλήσει από τις εκδόσεις της EUROSTAT και του OECD. Τα στοιχεία όμως αυτά είναι πολύ γενικά και, συχνά, η σύγκριση είναι δύσκολη λόγω των διαφορετικών εννοιολογικών πλαισίων και της διαφορετικής μεθοδολογίας που υιοθετεί κάθε χώρα. Τα τελευταία χρόνια, με τη στήριξη των Ευρωπαϊκών φορέων (CEDEFOP, Eυρωπαϊκό Ίδρυμα Ερευνών, κτλ.) ενισχύθηκε η διαφάνεια μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών και δόθηκε η ευκαιρία στους ερευνητές τους για ανταλλαγή εμπειρίας και γνώσης. Δημιουργήθηκαν "Δίκτυα" μετάβασης και υλοποιήθηκαν συγκριτικά ερευνητικά προγράμματα. Ενδεικτικά αναφέρουμε το δίκτυο "European Transitions in Youth" και το πρόγραμμα CATEWE (7).

Η κατάσταση στην Ελλάδα

     Η χώρα μας σχεδόν απουσιάζει, μέχρι στιγμής, από τη συζήτηση και τον προβληματισμό σε ευρωπαϊκό επίπεδο για τη μετάβαση των νέων από το σχολείο στην αγορά εργασίας. Δεν διαθέτει τα αναγκαία έγκυρα ποσοτικά και ποιοτικά στοιχεία τα οποία θα επέτρεπαν μια τέτοια συμμετοχή αλλά τα οποία πρωτίστως θα βοηθούσαν στην ανάλυση της σύνθετης σχέσης μεταξύ εκπαιδευτικού συστήματος και αγοράς εργασίας και στη λήψη μέτρων εργασιακής και εκπαιδευτικής εθνικής πολιτικής για τη μετάβαση (8).

     Τελευταία, όμως, η αύξηση της ανεργίας, της υποαπασχόλησης και της ετεροαπασχόλησης ανάμεσα στους αποφοίτους όλων των εκπαιδευτικών βαθμίδων, συνετέλεσε στο να ενταθεί ο προβληματισμός και στην Ελλάδα και να συνειδητοποιηθεί η αναγκαιότητα για τη συστηματική συγκέντρωση τέτοιων στοιχείων. Οι σχετικές μελέτες όμως περιορίζονται στην επισήμανση του προβλήματος και στην επισκόπηση της διεθνούς βιβλιογραφίας και της εμπειρίας άλλων χωρών (9). Σοβαρή προσπάθεια στο χώρο της απασχόλησης κάνει το Εθνικό Παρατηρητήριο Απασχόλησης του ΟΑΕΔ.

Εθνικό Παρατηρητήριο Απασχόλησης (ΕΠΑ): Το ΕΠΑ είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με διοικητική και λειτουργική αυτοτέλεια, που εποπτεύεται από τον ΟΑΕΔ και έχει ως έργο, μεταξύ άλλων, την καταγραφή και συστηματική ανάλυση βασικών μεγεθών της αγοράς εργασίας και της απασχόλησης και την εξαγωγή συμπερασμάτων για την πολιτική απασχόλησης και την κατάρτιση. Έχει δημιουργήσει και εφαρμόζει μοντέλο καταγραφής και μεσοπρόθεσμης πρόβλεψης των αναγκών επαγγελματικής κατάρτισης και προσδιορισμού ζήτησης ειδικοτήτων και δεξιοτήτων για όλα τα επαγγέλματα. Η τεκμηρίωσή του βασίζεται στα διαθέσιμα δευτερογενή στοιχεία από τις κυριότερες στατιστικές πηγές σε θέματα αγοράς εργασίας (ΕΣΥΕ, εργοδότες, έρευνες εργατικού δυναμικού του ΟΑΕΔ) αλλά και στη διενέργεια ερευνών πεδίου κυρίως σε περιοχές που αντιμετωπίζουν προβλήματα αναδιάρθρωσης του παραγωγικού συστήματος, θύλακες ανεργίας, περιοχές με δημογραφικά προβλήματα κτλ.

Το ΕΠΑ είναι στραμμένο αποκλειστικά στην αγορά εργασίας και δεν περιλαμβάνει στο ερευνητικό του πεδίο ζητήματα όπως η μετάβαση στην αγορά εργασίας των αποφοίτων της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και κυρίως η σύνδεση του περιεχομένου των σπουδών τους με τις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας, θέματα δηλαδή εκπαιδευτικής πολιτικής. Αυτό το κενό φιλοδοξεί να καλύψει το υπό δημιουργία Παρατηρητήριο Μετάβασης του Π.Ι., το οποίο προσεγγίζει το θέμα της μετάβασης περισσότερο ατομοκεντρικά και λιγότερο οικονομικοκεντρικά.

Παρατηρητήριο "Μετάβασης" του Π.Ι.: Στο πλαίσιο του Β' ΚΠΣ του ΕΠΕΑΕΚ και της ενέργειας "Επαγγελματικός Προσανατολισμός" υλοποιήθηκε τη διετία 1997-1999 από ερευνητική ομάδα του Π.Ι. έργο με τίτλο "Ανάπτυξη μονάδας Παρατηρητηρίου των αποφοίτων δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην αγορά εργασίας". Κεντρική συνιστώσα του έργου αποτέλεσε Πιλοτική Έρευνα Αποφοίτων διαφορετικών τύπων λυκείων και της ΤΕΣ, που δεν συνέχισαν τις σπουδές τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Η έρευνα αυτή έδωσε σημαντικά ευρήματα για την εγκατάσταση των νέων στην αγορά εργασίας, αλλά και την ευκαιρία για δοκιμή διαφόρων εναλλακτικών διαδικασιών και προσεγγίσεων και για διερεύνηση σχετικών με τη συγκρότηση παρατηρητηρίου παραμέτρων. Τα παρακάτω ζητήματα αποτέλεσαν πεδία διερεύνησης και προβληματισμού:

bulletΕύρος και στόχοι παρατηρητηρίου, οργανωτική δομή παρατηρητηρίου, μενού ερευνών
bulletΠροσδιορισμός ομάδων ερευνητικής στόχευσης (ηλικία νέων, τρόποι εντοπισμού τους)
bulletΜέθοδοι δειγματοληψίας
bulletΣυντελεστές συνεντεύξεων
bulletΣαφήνεια, λειτουργικότητα και εγκυρότητα ερωτηματολογίου
bulletΣυχνότητα διενέργειας ερευνών
bulletΔυνατότητες σύγκρισης και συμπλήρωσης με άλλες έρευνες
bulletΤρόπος κωδικοποίησης επαγγελμάτων
bulletΑνάθεση καταχώρησης (σε Η/Υ) και στατιστικής επεξεργασίας στοιχείων
bulletΤρόποι διάχυσης ερευνητικών αποτελεσμάτων

     Ορισμένα από αυτά τα ζητήματα διερευνήθηκαν με τη βοήθεια άλλης έρευνας (Έρευνα Συνεντευκτών), η οποία αποτέλεσε ουσιαστικά μια πρόσθετη αξιολόγηση της Έρευνας Αποφοίτων. Στη δεύτερη αυτή έρευνα κλήθηκαν οι συνεντευκτές της πρώτης να καταγράψουν την πορεία των συνεντεύξεων, να αξιολογήσουν το ερωτηματολόγιο και να προσδιορίσουν την προσφορότερη μέθοδο διενέργειας συνεντεύξεων. Τέλος, σημαντική για την επιτυχή υλοποίηση του έργου ήταν η αρχική, η διαμορφωτική και η αθροιστική αξιολόγησή του από Έλληνες και ξένους εξωτερικούς αξιολογητές.

     Το έργο κατέληξε σε ολοκληρωμένη, τεκμηριωμένη πρόταση για τη συγκρότηση Παρατηρητηρίου Μετάβασης (10). Ο όρος "Μετάβαση" θεωρήθηκε ότι καλύπτει όλο το εύρος των δραστηριοτήτων ενός Παρατηρητηρίου το οποίο προσεγγίζει τον μαθητή από τα πρώτα σχολικά του χρόνια και τον ακολουθεί μέχρι την εγκατάσταση και τη σταθεροποίησή του στην αγορά εργασίας.

     Σύμφωνα με την Πρόταση αυτή της ερευνητικής ομάδας, το Παρατηρητήριο Μετάβασης αποσκοπεί, μέσα από την καταγραφή της εξέλιξης των εκπαιδευτικών/επαγγελματικών επιλογών και τη διερεύνηση της εκπαιδευτικής/επαγγελματικής διαδρομής των νέων, στον έλεγχο της "εξωτερικής αποδοτικότητας" του εκπαιδευτικού συστήματος, στη στήριξη σχετικών εκπαιδευτικών πολιτικών και στον εμπλουτισμό του πληροφοριακού υλικού ΣΕΠ με στοιχεία για τη στήριξη αυτόνομων, ρεαλιστικών και συνειδητών επιλογών σπουδών και επαγγέλματος από τους μαθητές της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Οι στόχοι αυτοί θα επιδιωχθούν μέσα από τακτικές και έκτακτες έρευνες, μεγάλου βεληνεκούς αλλά και περιορισμένες Ad Hoc case studies, σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο ή ακόμη και σε επίπεδο σχολείου. Τον κορμό των δραστηριοτήτων του Παρατηρητηρίου προτείνεται να αποτελούν τέσσερις βασικές έρευνες που θα επαναλαμβάνονται σε τακτά χρονικά διαστήματα σε εθνικό επίπεδο:

    1. Διαχρονική έρευνα εκπαιδευτικών και επαγγελματικών διαδρομών των μαθητών-αποφοίτων δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης
    2. Διαχρονική έρευνα απασχόλησης αποφοίτων ΤΕΕ
    3. Καταγραφή της μαθητικής διαρροής
    4. Έρευνα προσδιορισμού της ζήτησης βασικών επαγγελματικών δεξιοτήτων (Αd hoc επιτροπές εργοδοτών)

Ανάλογα με τις τοπικές ανάγκες προτείνεται να διενεργούνται έκτακτες έρευνες αποφοίτων Δ.Ε. ή έρευνες σε φορείς απασχόλησης και κοινωνικούς εταίρους.

 

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

(1) Διεθνοποίηση, επανάσταση της πληροφορίας, οικονομική αναδόμηση ως προϊόν της διεθνοποίησης της αγοράς και της προηγμένης τεχνολογίας, ουσιαστική αναδιοργάνωση του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, αύξηση της άτυπης απασχόλησης, αλλαγές στα επίπεδα απαιτουμένων δεξιοτήτων για τα διάφορα επαγγέλματα, κτλ.

(2) http://hrdc-drhc.gc.ca/arb/research/school95/engdoc/c1.htm

(3) Ο ορισμός αυτός έχει διατυπωθεί και επικρατήσει στο πρόγραμμα "The transition from initial education to working life" που αποτελεί συγκριτική μελέτη μεταξύ ευρωπαϊκών χωρών στο πλαίσιο του ΟΟΣΑ. OECD "Thematic Review: The transition from initial education to working life" Interim comparative report, 1998, p. 8

(4) OOSA "Thematic Review: The transition from initial education to working life" Interim comparative report, 1998, p. 11

(5) Στην ξένη βιβλιογραφία ο όρος απαντά ως "transitions"(μεταβάσεις), για να αποδώσει το πλήθος και την ποικιλία των μετακινήσεων από την εκπαίδευση και την κατάρτιση στην αγορά εργασίας. Βλ. ΟΟSA "Thematic Review: "The transition from initial education to working life" Interim comparative report, 1998, p. 8 και http://hrdc-drhc.gc.ca/arb/research/school95/engdoc/c1.htm

(6) ΟΟSA "Thematic Review: "The transition from initial education to working life" Interim comparative report, 1998, p. 8

(7) Το πρόγραμμα CATEWE, στο οποίο συμμετέχουν 7 χώρες (Ιρλανδία, Ολλανδία, Σκωτία, Γαλλία, Γερμανία, Βέλγιο, Πορτογαλία), έχει στόχο, με τη βοήθεια εθνικών ερευνών αποφοίτων (διαχρονικών και μη) και τη χρήση στοιχείων ερευνών εργατικού δυναμικού, τη δημιουργία θεωρητικού πλαισίου συγκριτικής ανάλυσης και ερμηνείας των σχημάτων μετάβασης και των παραγόντων που την επηρεάζουν, τη διερεύνηση των ομοιοτήτων και διαφορών των εθνικών συστημάτων εκπαίδευσης/ κατάρτισης και των προϊόντων τους και τη διατύπωση προτάσεων για την εναρμόνιση των εθνικών ερευνών αποφοίτων στις συγκεκριμένες χώρες. Άλλα προγράμματα είναι: IDARESA (Hannan, Lamb et all, 1994), CASMIN (Mueller & Shavit, 1997), LIRHE (Beduwe & Espinasse, 1977) κτλ.

(8) Στην έλλειψη αυτών των στοιχείων προσκρούει και ο Σχολικός Επαγγελματικός Προσανατολισμός, με συνέπεια να βιώνουν οι μαθητές το ΣΕΠ σαν ένα "μάθημα" που αφορά την εκλογή κατεύθυνσης σπουδών σε αντιστοιχία με τα ενδιαφέροντα και τις ικανότητές τους, χωρίς να το συνδέουν γενικότερα με επαγγελματική εκλογή και σχεδιασμό σταδιοδρομίας.

(9) Βλ. π.χ. ΟΕΕΚ: "Μελέτη των μεθόδων καταγραφής των επαγγελματικών αναγκών της αγοράς εργασίας και διερεύνηση ενός συστήματος παρακολούθησης της επαγγελματικής εκπαίδευσης" Αξιολόγηση, 1994

(10) Η Πρόταση συζητήθηκε με συντελεστές-παράγοντες (stakeholders) από το ΥΠΕΠΘ και το Π.Ι., καθώς και από το Εθνικό Παρατηρητήριο Απασχόλησης, στο πλαίσιο μιας αθροιστικής εξωτερικής αξιολόγησης. Οι παρατηρήσεις τους ελήφθησαν υπόψη και περιλαμβάνονται στο παράρτημα της πρότασης. Επίσης 'εχει ανατεθεί αθροιστική αξιολόγηση σε δύο εξωτερικούς αξιολογητές, καθηγητές ΑΕΙ.

 Πίσω στη Συμβουλευτική