ΓΡΑΣΕΠ 2ου ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΞΥΛΟΚΑΣΤΡΟΥ

 

Εαυτοαντίληψη - Εαυτογνωσία

Μελέτη των Εννοιών

Διαφορές - Συγκρίσεις 

 Της Σοφίας Σμυρνή

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

 

1. Ορισμός Εαυτογνωσίας

                      

2. Ορισμός Αντίληψης

                     

3. Η έννοια του εαυτού και της αυτοαντίληψης

                     

4. Ορισμός της αυτοαντίληψης ως έννοιας

                     

5. Η πολλαπλότητα του εαυτού

                      

6. Σχέση αυτοαντίληψης -- Αυτοεκτίμησης

                     

7. Επίδραση της αυτοαντίληψης στη διαδικασία της μάθησης

                    

8. Γενικά συμπεράσματα

                   

9. Βιβλιογραφία

                   

 

 

 

 

Ορισμός της εαυτογνωσίας.

 

Οι έννοιες αυτογνωσία ή εαυτογνωσία και αυτοαντίληψη ή εαυτοαντίληψη, από μερικούς ερευνητές θεωρούνται ταυτόσημες, από άλλους συμπληρωματικές. Με τη δεύτερη άποψη συμφωνεί και ο Δημητρόπουλος. (1998, σελ. 165).

Συγκεκριμένα ο Δημητρόπουλος υποστηρίζει ότι: « Εαυτογνωσία είναι η αντικειμενική γνώση για τον εαυτό κάθε σχετικά αντικειμενικό στοιχείο για τον εαυτό που μπορεί να αναφέρεται σε κάθε όψη του: σωματική, κοινωνική, επαγγελματική, συναισθηματική, ψυχολογική κ.ο.κ. Για τη διαμόρφωση αυτής της «σχετικής» και « εν πολλοίς» αντικειμενικής γνώσης για τον εαυτό, τον κυρίαρχο ρόλο του παίζει ο γνωστικός τομέας στο άτομο».( σελ. 166).Η αυτοαντίληψη χτίζεται πάνω στην αυτογνωσία. Σπάνια το άτομο περιορίζεται στην αυτογνωσία. Συνήθως προχωρεί στην ερμηνεία της και στην ανάλυση των επιπτώσεών της.

Αυτοεικόνα: Το τελικό αποτέλεσμα της σύνθεσης της εαυτογνωσίας με την εαυτοαντίληψη. ( σελ. 170).

Ο Goleman συνδέει την αυτογνωσία με την ενδοπροσωπική νοημοσύνη του Gardner, ο οποίος την ορίζει ως « τη συσχετιστική ικανότητα του ατόμου να στρέφεται προς τα μέσα. Είναι η ικανότητα να σχηματίσουμε το ακριβές, γνήσιο πρότυπο του εαυτού μας και να μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αυτό το πρότυπο για να λειτουργούμε αποτελεσματικά στη ζωή μας». ( 1998, σελ. 170).

Ο Goleman συνεχίζει στο βιβλίο του Συναισθηματική Νοημοσύνη (1998,  83), να μιλάει για την αυτογνωσία ή το « Γνώθι Σαυτόν» του Σωκράτη, θεωρώντας την ως την επίγνωση του εαυτού μας κάθε στιγμή. Λέει χαρακτηριστικά: Η ρήση αυτή του Σωκράτη λέει ακριβώς να αντιλαμβάνεσαι τα συναισθήματά σου μόλις γεννηθούν μέσα σου. Και πιο κάτω μιλάει επίσης: για την αυτοεπίγνωση, όρο που χρησιμοποιεί για να δείξει την έννοια της συνεχούς προσοχής του ατόμου στις εσωτερικές του καταστάσεις. Η αυτοεπίγνωση δεν είναι μια προσοχή που παρασύρεται από τα συναισθήματα υπεραντιδρώντας και διευρύνοντας αυτό που γίνεται αντιληπτό.

Στο βιβλίο: « Βήματα για μια επιτυχημένη Σταδιοδρομία» (2003, σελ. XIX για το μαθητή), η αυτογνωσία χαρακτηρίζεται ως η γνωριμία με τον εαυτό, η ανακάλυψη ενδιαφερόντων, αξιών, δεξιοτήτων, προσόντων και κλίσεων του νέου.

“« Αυτογνωσία» σημαίνει γνωριμία και επίγνωση των αντιδράσεων του εαυτού. Είναι η γνώση που έχει το άτομο για τη συμπεριφορά του, τις στάσεις, τις αξίες, τις πεποιθήσεις και τα συναισθήματά του. Δε βρίσκονται όλοι οι άνθρωποι στο ίδιο επίπεδο αυτογνωσίας. άλλοι γνωρίζουν τον εαυτό τους περισσότερο και άλλοι λιγότερο. σημαντικό ρόλο στην αυτογνωσία παίζει ο αριθμός, η ποιότητα, η ποικιλία και η διάρκεια της επικοινωνίας που έχει κάθε άνθρωπος με τα άλλα άτομα του περιβάλλοντός του. Για να αποκτήσει κάποιος αυτογνωσία, πρέπει να έχει και την εμπειρία του πως αντιδρούν οι άλλοι μαζί του. Μπορεί να πιστεύει μερικά πράγματα για τον εαυτό του, τα οποία όμως θα επιβεβαιωθούν ή θα απορριφθούν από τις αντιδράσεις των άλλων απέναντί του. Η επικοινωνία επικυρώνει ή καταρρίπτει τη γνώση που πιστεύει κανείς ότι έχει για τον εαυτό του. Οι αντιδράσεις των άλλων δεν επικυρώνουν ή απορρίπτουν μόνο αλλά βοηθούν και στη γνωριμία με τον εαυτό.

Το μοντέλο του « παράθυρου Johari» προτάθηκε ακριβώς για να τονίσει ότι μερικά στοιχεία του εαυτού μας μας είναι γνωστά και μερικά μας είναι άγνωστα, όπως επίσης και μερικά στοιχεία του εαυτού μας είναι γνωστά και άλλα άγνωστα στους άλλους ανθρώπους.

                   

 

Πράγματα που γνωρίζω

 ( γνωρίζει ο εαυτός)

Πράγματα που δε γνωρίζω ( Δε γνωρίζει ο εαυτός)

Πράγματα που γνωρίζουν οι άλλοι

        1

ΑΝΟΙΚΤΟ

 

       2

ΤΥΦΛΟ

 

Πράγματα που δε γνωρίζουν οι άλλοι

           3

ΚΡΥΜΜΕΝΟ

 

          4

ΑΓΝΩΣΤΟ

 

Παράθυρο Johari” ( Μαλικιώση, 1999, 289,290).

  Ο Μπρούζος σε διάφορα σημεία του βιβλίου του: « Ο εκπ/κός Σύμβουλος», θεωρεί την αυτογνωσία:

1.            Ως την αφύπνιση και έκφραση της φαντασίας, του ενδιαφέροντος και του πλούτου των ιδεών του ανθρώπου. ( 1998,  60).

2.            Αναγνώριση και αποδοχή των χαρακτηριστικών του εαυτού. ( σελ. 67).

3.            Όταν ο νέος ( μαθητής) αναλαμβάνει την ευθύνη για την αντιμετώπιση των προβλημάτων του, μπορεί να αναζητεί, εντοπίζει και  απομακρύνει τα αίτια που του προκαλούν προβλήματα, άρα προχωρεί σε απόκτηση αυτογνωσίας και θετικής αυτοεικόνας. ( σελ. 201).

Γενικά: Αυτογνωσία είναι η αντικειμενική γνώση του εαυτού.

Ο εαυτός σε πολλές φιλοσοφικές απόψεις ταυτίζεται με την έννοια της αυτοαντίληψης. Αυτό έγινε ιδιαίτερα από τους Cooley  και Mead. Αυτοί επαναπροσδιόρισαν τον εαυτό ως αυτοαντίληψη για να μπορεί να μελετηθεί.

Ο Δημητρόπουλος ( τόμος Β΄σελ. 166), παρέχει μια υπεραπλουστευμένη διατύπωση του εαυτού: « Ο εαυτός μας είναι, όσα πραγματικά είμαστε μαζί με όσα νομίζουμε ότι είμαστε, με όσα νιώθουμε ότι νομίζουν οι άλλοι ότι  είμαστε και με όσα θα θέλαμε να είμαστε». υποστηρίζει δε ότι ο εαυτός προκύπτει από το συνδυασμό των όρων: Εαυτογνωσία – Εαυτοαντίληψη και Εαυτοεικόνα.

Ορισμός Αντίληψης: Σαν αντίληψη χαρακτηρίζεται η σύνθετη ψυχολογική διαδικασία με την οποία το άτομο αναλύοντας τα χαρακτηριστικά ενός ερεθίσματος, συνθέτοντάς τα, συσχετίζοντάς τα και με τις προηγούμενες εμπειρίες του ερμηνεύει ή αντιλαμβάνεται τα μηνύματα του εξωτερικού κόσμου. Είναι μια κατεξοχήν γνωστική λειτουργία και σαν τέτοια επηρεάζεται, τόσο από τους εσωτερικούς του ατόμου παράγοντες όσο και από τους εξωτερικούς περιβαλλοντολογικούς. Ο άνθρωπος δέχεται ένα σύνολο ερεθισμάτων και από αυτά επιλέγει και πράγματι αντιλαμβάνεται ό,τι θέλει, ό,τι επιθυμεί, ό,τι νομίζει ότι δίνει απάντηση στα ενδιαφέροντα και τις ανάγκες του.( Καλούρη, 2001, 93).

Η έννοια του εαυτού και της αυτοαντίληψης

Στη συνέχεια της εργασίας θα αναφερθούμε στην έννοια του εαυτού και της αυτοαντίληψης, όπως ορίζονται από τις διάφορες φιλοσοφικές θεωρίες σταχυολογημένες από το βιβλίο της Λεονταρή « Αυτοαντίληψη»:

Ο Σωκράτης χωρίς να χρησιμοποιεί τη λέξη «εαυτό» καθόρισε την αναζήτησή του μέσα από την ενδοσκόπηση και τη διαλεκτική, τόνισε ότι ο εαυτός ανακαλύπτεται κατά την επικοινωνία και τη συζήτηση με του άλλους. Με το γνώθι σαυτόν δείχνει ότι ο εαυτός περιβάλλεται από ένα μυστήριο και από μια πολυπλοκότητα, δηλ. ότι είναι μια άγνωστη περιοχή. (1998,21).

Η ενδοσκόπηση όπως προαναφέρθηκε συμπίπτει και με την αυτοεπίγνωση του Goleman.

 Ο Πλάτωνας την έννοια του εαυτού την περιέχει στη θεωρία του περί ψυχής.

Για τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους, ο εαυτός νοείται ως ψυχή, νους ή πνεύμα, ως κάτι διαρκές, το οποίο μπορεί να ταυτιστεί με το αιώνιο. ( σελ. 24).

Ο Locke θεώρησε ότι η αντίληψη του εαυτού είναι η ίδια με την ικανότητα για σκέψη και τόνισε ότι μόνο οι εμπειρίες που μπορούμε να ανακαλέσουμε αποτελούν μέρος του.

Ο εαυτός για το Hume είναι ψευδαίσθηση, δεν υπάρχει παρά μόνο η αίσθηση της ζέστης ή του κρύου, του φωτός ή της σκιάς, της αγάπης ή του μίσους, του πόνου ή της ηδονής. Είναι μια σειρά από βιώματα και εμπειρίες που βρίσκονται σε διαρκεί κίνηση.( σελ. 25).

Ο Καντ είναι ο πρόδρομος πολλών ερευνητών κάνοντας διάκριση μεταξύ εαυτού ως υποκειμένου και εαυτού ως αντικειμένου. Θεωρεί ότι η γνώση του εαυτού  μας πηγάζει από τις αισθήσεις μας.

Ο John Stuart Mill, θεώρησε ότι η μνήμη και ο εαυτός είναι δυο πλευρές του ίδιου πράγματος.

Για τους φιλοσόφους του 20ου αιώνα υπάρχει δίλημμα όσον αφορά την ύπαρξη ή όχι του εαυτού. Οι μεν θετικιστές και αναλυτικοί φιλόσοφοι θεωρούν τον εαυτό είτε ως ψευδαίσθηση είτε χωρίς νόημα, οι δε φαινομενολόγοι και υπαρξιστές ως τη μοναδική βεβαιότητα.

Έτσι αρχίζει  να εισάγεται η έννοια της αυτοαντίληψης από τους μπιχεβιοριστές Watson, Skinner, επειδή πίστευαν ότι ο εαυτός δεν μπορεί να οριστεί λειτουργικά, δηλ. να μετρηθεί. « Η αυτοαντίληψη είναι μια έννοια λιγότερο αφηρημένη με συγκεκριμένο περιεχόμενο, αλλά δεν εμπεριέχει τη συνέχεια ή την ασυνέχεια του συνειδησιακού βιώματος. Το νέο νόημα της έννοιας του εαυτού αναφέρεται στο σύνολο των ιδεών, που έχει το άτομο για τον εαυτό του.

Ο James ακολουθώντας τη θεωρία του Καντ παρουσιάζει τον εαυτό με μια πολυδιάστατη δυναμική μορφή, έχει δηλ. διπλή φύση. Το Εγώ και Το Εμένα. Το Εγώ είναι το υποκείμενο που παρατηρεί, που αισθάνεται ( είναι το αντικείμενο της φιλοσοφίας). Το Εμένα είναι αντικείμενο της εμπειρίας και μ’ αυτό ασχολείται η ψυχολογία. Ο James πιστεύει ότι ο εαυτός αποτελείται από τρεις πτυχές

α. Τα διάφορα μέρη του,

 β. Τα συναισθήματα που συνδέονται με τα μέρη και

γ. τις πράξεις που πηγάζουν από τα συναισθήματα. ( σελ.29).

Ο Cooley υποστηρίζει ότι η αυτοαντίληψη δηλ. η εικόνα που σχηματίζει το παιδί για τον εαυτό του μοιάζει με έναν κοινωνικό καθρέφτη ( looking glass self), δεδομένου ότι η εικόνα αυτή συντίθεται από τις εντυπώσεις που νομίζουμε ότι οι άλλοι έχουν για μας. Πιστεύει όμως ότι ο εαυτός είναι ενεργός, όχι στατικός σαν τον καθρέφτη και στη δημιουργία της αυτοαντίληψης συμμετέχουν κι άλλοι παράγοντες.( σελ. 33).

Ο Mead τονίζει τ η σημασία που έχουν για την αυτοαντίληψη η χρήση των συμβόλων κυρίως της γλώσσας. Εισάγει την ιδέα του: Γενικευμένου Άλλου. Δηλ. υπονοεί ότι υπάρχουν περισσότεροι από έναν εαυτοί και ο καθένας από αυτούς έρχεται στο προσκήνιο ανάλογα με τη συγκεκριμένη κοινωνική περίσταση. Πάντως γενικά, το Εγώ  επενεργεί πάνω στο Εμένα.( σελ. 35 – 37).

Ο Freud δεν μιλάει καθαρά για τον εαυτό. Οι διαδικασίες του Εγώ διευκολύνουν την ικανοποίηση, κάνοντας διάκριση ανάμεσα στον Εαυτό και το μη Εαυτό. Το Εγώ είναι μια σχεδόν σταθερή οντότητα η οποία ταυτίζεται με την έννοια του Εαυτού. ( σελ. 37). Επίσης ο Εαυτός του Freud είναι ουσιαστικά ασυνείδητος και η οριστική του διαμόρφωση επιτυγχάνεται με το να γίνεται περισσότερο συνειδητός: Ο Εαυτός ως Εγώ δεν είναι δεδομένο είναι μια επίτευξη.

Οι νεοφροϋδιστές ( Horney, Sullivan, Fromm, Erikson) θεωρούν πρωταρχικής σημασίας για τη συγκρότηση της προσωπικότητας την έννοια του εαυτού και τόνισαν ότι η συμπεριφορά καθορίζεται από κοινωνικές και όχι ενστικτώδεις δυνάμεις. Η Horney υποστηρίζει ότι το παιδί για να νιώσει τους νευρωτικούς γονείς αναπτύσσει έναν «ψεύτικο εαυτό». Ο Sullivan ασχολήθηκε με την κοινωνική καταγωγή του εαυτού και της αυτοεκτίμησης. Το σύστημα του εαυτού κατά το Sullivan οικοδομείται με βάση τις εμπειρίες του ατόμου, ως προς τις αντιδράσεις των «Σημαντικών Άλλων» απέναντί του. ( σελ. 40).

Ο Erikson  αντίθετα από το Freud πιστεύει ότι το Εγώ είναι παρόν κατά τη γέννηση σε κάποια ανώριμη μορφή και η εξέλιξή του καθορίζεται από την επιτυχή λύση των συγκρούσεων κατά τη διάρκεια των οκτώ ψυχοσεξουαλικών σταδίων. Ο Erikson αναφέρθηκε κυρίως στην « ταυτότητα» παρά στον εαυτό, που είναι μια ουσιαστική πτυχή του εαυτού, η ταυτότητα διαμορφώνεται μέσα από μια διαδικασία σύνθεσης των διαφόρων μορφών με τις οποίες ταυτίζεται το άτομο.

( σελ. 43).

Ο Erikson είναι αυτός που δίνει μια προέκταση στην εξέλιξη του εαυτού. Υποστήριξε ότι ο πυρήνας της συμπεριφοράς είναι και κοινωνικός. Μελέτησε και περιέγραψε τη φύση των ποιοτικών αλλαγών κατά τη διάρκεια της μέσης και γεροντικής ηλικίας.

Κατά το Jung ο εαυτός είναι το τέλος μιας πορείας εξατομίκευσης δηλ. η αναπτυξιακή αναδίπλωση του αρχικού σφαιρικού, αδιαφοροποίητου « όλου» σε διαφοροποιημένες πτυχές της προσωπικότητας και η επανασύνδεση αυτών των πτυχών σ’ ένα εξισορροπημένο δυναμικό σύνολο του οποίου οι επί μέρους πτυχές είναι ισοδύναμες. Σκοπός είναι η αυτοπραγμάτωση. ( σελ. 43).

Ο Winnikot επικέντρωσε το ενδιαφέρον του στην αλληλεπίδραση της μητέρας και του βρέφους, υποστηρίζοντας ότι ο εαυτός διαμορφώνεται μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο ( σελ. 48).

Ο Kohut,ιδρυτής της ψυχαναλυτικής σχολής,  ονομάζεται «Ψυχολογία του εαυτού» εισάγει την έννοια του συνοχής και της αποσπασματικότητας. Ο εαυτός μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο συνεκτικός και υπάρχει πάντα η πιθανότητα της παλινδρόμησης στην προγενέστερη αποσπασματική του μορφή.

( σελ.48).

Η Φαινομενολογία υποστηρίζει, ότι υπάρχει μια σχέση αλληλεξάρτησης ανάμεσα στην αυτοαντίληψη και την αντίληψη των ερεθισμάτων. ( σελ. 49).

Ο Carl Rogers ορίζει τον εαυτό ως « μια οργανωμένη μορφή των αντιλήψεων που γίνονται αποδεκτές από τη συνείδηση». Επομένως ο εαυτός περιέχει τα χαρακτηριστικά του ατόμου που εμπίπτουν στην άμεση γνώση του και στα οποία πιστεύει ότι ασκεί έλεγχο. Υποστηρίζει ότι η αντίληψη του εαυτού ακολουθεί τους γενικούς νόμους της αντίληψης. Μολονότι η αντίληψη του εαυτού χαρακτηρίζεται από μια σχετική ρευστότητα και δυναμικότητα, η συνοχή και η οργάνωσή του διατηρούνται. Το άτομο συμπεριφέρεται έτσι ώστε να επιτυγχάνει μια συμφωνία μεταξύ του εαυτού και των εμπειριών. Η αυτοαντίληψη ορίζεται ως ένα οργανωμένο σύνολο των αντιλήψεων που το άτομο θεωρεί χαρακτηριστικές του εαυτού του. Ο Rogers θεωρεί την αυτοαντίληψη μια έννοια που με το ιδανικό Εγώ συνιστούν την έννοια του εαυτού. ( σελ .54 -55).

Οι υποστηρικτές τέλος της γνωστικής θεωρίας θεωρούν

1.                Ο Epstein πιστεύει στην ύπαρξη δυο εννοιολογικών συστημάτων που αφορούν στον εαυτό σαν αντικείμενο. Το ένα είναι το λογικό σύστημα που αποτελείται από συνειδητές αντιλήψεις που έχει το άτομο για τον εαυτό του και το άλλο σύστημα υφίσταται μόνο σε βιωματικό επίπεδο και περιλαμβάνει νοητικά σχήματα που προέρχονται από συναισθηματικές εμπειρίες για τις οποίες το άτομο μπορεί να έχει ή να μην έχει συνείδηση. ( σελ. 64).

2.                Η Markus και Nurius  προσεγγίζουν την αυτοαντίληψη από γνωστική σκοπιά και τη θεωρούν σαν ένα σύστημα συναισθηματικο – γνωστικών δομών που αποκαλείται « αυτο – σχήματα». Η Markus υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι διαμορφώνουν αντιλήψεις για τις δυνατότητες, τους στόχους, τις ελπίδες και τους φόβους τους, κυρίως σε σχέση με τους τομείς που είναι σημαντικοί για τον αυτοπροσδιορισμό τους και που πιθανόν να μη βασίζονται καθόλου στην κοινωνική πραγματικότητα. Χρησιμοποιεί τον όρο « Τρέχουσα αυτοαντίληψη» για να υποδηλώσει ότι από την πληθώρα των πιθανών εαυτών που έχει το άτομο, κάθε φορά υπάρχει κάποια κυρίαρχη αυτοεικόνα. Ενώ το άτομο έχει τη δυνατότητα θεωρητικά έχει τη δυνατότητα να δημιουργήσει μια μεγάλη ποικιλία πιθανών εαυτών, στην πραγματικότητα οι δυνατότητά του αυτή περιορίζεται από τη συγκεκριμένη κοινωνικοπολιτιστική κατάσταση, από τα μοντέλα, τις εικόνες και τα σύμβολα που προβάλλουν τα ΜΜΕ, από τα κοινωνικά του βιώματα και το ιστορικό πλαίσιο. ( σελ 65).

 

Ορισμός της αυτοαντίληψης ως έννοιας.

Οι Wells και Maxwell αναφέρουν μια σειρά από όρους όπως: Εμπιστοσύνη στον εαυτό, Αυτοσεβασμό, Αποδοχή του εαυτού, Αυταξία, Αυτοαντίληψη, Αυτοεκτίμηση. ( σελ. 71).

Οι περισσότεροι ερευνητές θεωρούν την αυτοαντίληψη ως το μέρος του εαυτού που ενέχει θέση αντικειμένου ( Το Εμένα) και την ορίζουν ως το σύνολο των πεποιθήσεων και στάσεων που διαμορφώνει το άτομο για τον εαυτό του. Θεωρούν ότι περιλαμβάνει γνωστικά, συναισθηματικά στοιχεία και τάσεις συμπεριφοράς.

          Αυτοί οι ερευνητές που υποστηρίζουν τις δυο έννοιες του εαυτού δηλ. του υποκειμένου σε σχέση με την αυτοαντίληψη εξετάζουν μόνο την έννοια του εαυτού ως αντικειμένου. Και είναι η ικανότητα του ατόμου να αποστασιοποιείται, να παρατηρεί και να αξιολογεί τον εαυτό του. Η άλλη έννοια, δηλ. του εαυτού ως υποκειμένου, συνεπάγεται ενεργητικές διαδικασίες, όπως είναι η σκέψη, η μνήμη και η αντίληψη.

        Νεότεροι ερευνητές ιδιαίτερα από το χώρο της φαινομενολογίας προσπαθούν να συνθέσουν αυτές  τις δυο έννοιες, γιατί πιστεύουν ότι όταν ορίζουμε την αυτοαντίληψη ως υποκειμενική αντίληψη του ατόμου για τον εαυτό του, ο εαυτός θα πρέπει απαραίτητα να εμπεριέχεται ως παρατηρητής αλλά και ως περιεχόμενο παρατήρησης. ( σελ. 73).

   

   Η πολλαπλότητα του εαυτού

    Ο Super επίσης λέει « ότι δεν υπάρχει μια ενιαία αυτοαντίληψη αλλά ίσως συστάδες αυτοαντιλήψεων». Τέτοιες απόψεις διατυπώνονται και στο πλαίσιο της ψυχοσύνθεσης, όταν υποστηρίζεται ( Asaggioli), ότι δεν πρόκειται για ενιαίο εαυτό, αλλά για πλήθος εαυτών οι οποίοι σχηματοποιούνται και εκφράζονται μέσω των ρόλων με τους οποίους ταυτίζεται το κάθε άτομο.( Δημητρόπουλος,  1998, 165).

    Σχέση αυτοαντίληψης – αυτοεκτίμησης

 

    Η αυτοαντίληψη είναι η γνωστική πλευρά της ααυτογνωσίας. Η αυτοαντίληψη είναι η συναισθηματική της πλευρά και δείχνει το βαθμό στον οποίο το άτομο δέχεται και αποδοκιμάζει τον εαυτό του.( Αξιολογική πτυχή). ( Λεονταρή, 1998,81).

Πολλοί πιστεύουν ότι οι δυο έννοιες είναι συνώνυμες.

    Επίδραση της αυτοαντίληψης στη διαδικασία της μάθησης

    « Η θετική αυτοαντίληψη θεωρείται απαραίτητη προϋπόθεση για την εξασφάλιση της συμμετοχής του ατόμου στη διαδικασία της μάθησης. ( Λεονταρή, σελ. 12).

    Γενικά συμπεράσματα

Κάνοντας μια σύγκριση μεταξύ της αυτογνωσίας και της αυτοαντίληψης παρατηρούμε ότι η μια είναι προέκταση της άλλης. Αν δεν προηγηθεί η αυτογνωσία δεν μπορεί να ακολουθήσει η αυτοαντίληψη, η οποία εσωτερικεύει τη γνώση του εαυτού. Εαυτογνωσία και εαυτοαντίληψη, υποστηρίζει ο Δημητρόπουλος είναι έννοιες μη ταυτόσημες αλλά αλληλοσυμπληρούμενες.

Η γνώση του εαυτού και κατ’ επέκταση η αυτοαντίληψη είναι ένας βασικός παράγοντας στη δημιουργία κινήτρων συμπεριφοράς και στην απόκτηση μιας ισορροπημένης και υγιούς προσωπικότητας.

 «Από όλες μας τις ιδιότητες, η εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας είναι αυτή που μας προσδίδει κατά τρόπο μοναδικό την ανθρώπινη ιδιότητα».

 ( Λεονταρή,  1998, 11).

 

  ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1.    Δημητρόπουλος, Ε., 1998, Συμβουλευτική Προσανατολισμός. Αθήνα: Γρηγόρη.

2.           Καλούρη – Αντωνοπούλου, Ρ., 2001, Γενική Ψυχολογία, Παιδαγωγική Ψυχολογία. Αθήνα: Ελλην.

3.           Λεονταρή, Α., 1998, Αυτοαντίληψη. Αθήνα: Ελλ. Γράμματα.

4.           Μαλικιώση – Λοΐζου, Μ., 1999.Συμβουλευτική Ψυχολογία. Αθήνα: Ελλ. Γράμματα.

5.           Μπρούζος, Α., 1998. Ο Εκπαιδευτικός ως Λειτουργός Συμβουλευτικής και Προσανατολισμού. Αθήνα: Λύχνος.

6.           Goleman, D., 1998. Η Συναισθηματική Νοημοσύνη. Αθήνα: Ελλ. Γράμματα.

   7.     Plate – Kelly, J., & Volz – Patton, R., 2003. Τα βήματα για μια επιτυχημένη Σταδιοδρομία. Αθήνα: Ελλην

Στην κορυφή της σελίδας

Πίσω στη Συμβουλευτική