ΓΡΑΣΕΠ 2ου ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΞΥΛΟΚΑΣΤΡΟΥ   

 

 

ΑΥΤΙΣΤΙΚΟ ΠΑΙΔΙ

&

ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ

 Της ΣΜΥΡΝΗ ΣΟΦΙΑΣ

  ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ                                                            

           1.                      Εισαγωγή

2.                      Διάχυτες Αναπτυξιακές Διαταραχές

3.                      Ορισμός του αυτισμού

4.                      Αιτιολογία

5.                      Κλινική εικόνα – Διάγνωση

6.                      Εξέλιξη - Πρόγνωση

7.                      Θεραπευτική αντιμετώπιση

8.                      Συμβουλευτική Παρέμβαση

9.                      Επίλογος

10.                  Βιβλιογραφία

 

Εισαγωγή

 

Ο Αυτισμός είναι μια ισόβια , διάχυτη αναπτυξιακή διαταραχή που επηρεάζει συνολικά τη λειτουργικότητα του ατόμου. Είναι μια διαταραχή που γίνεται εμφανής από τον πρώτο χρόνο ή το πολύ μέσα στο δεύτερο χρόνο της ζωής του βρέφους

 ( Volkmar, 1996), ή μέχρι την ηλικία των 30 μηνών.( Κρουσταλάκης, 1998).

Ο Αυτισμός είναι μια κατάσταση που προκαλεί ερωτήματα και στους γενετιστές, βιολόγους, ψυχολόγους, ψυχαναλυτές αλλά και στους ίδιους τους ασθενείς ή το περιβάλλον τους. Η σύγχρονη εποχή μας ωθεί ακόμη περισσότερο σε τέτοιους προβληματισμούς, αν πάρουμε υπόψη μας την τόση βία που μας περιβάλλει και το ατομικισμό και την ιδιώτευση προς στα οποία κατευθυνόμαστε, αν και ο άνθρωπος είναι φύσει κοινωνικό ον. ( Συνοδινού, 2001).

Είναι πολύ σημαντικό για την οικογένεια και γενικά το περιβάλλον του αυτιστικού παιδιού να κατανοήσουν και να αποδεχτούν έγκαιρα το πρόβλημα  ώστε με τις κατάλληλες παρεμβάσεις να μπορέσει το αυτιστικό παιδί να γίνει λειτουργικό και να μπει μια βάση από την πολύ μικρή ηλικία για τη μάθηση και τη μετέπειτα εξέλιξή του.

 

  Διάχυτες αναπτυξιακές διαταραχές

 

Οι διαταραχές που χαρακτηρίζονται από σοβαρά ελλείμματα σε πολλούς τομείς της ανάπτυξης ταυτόχρονα και κυρίως σε θέματα κοινωνικής αλληλεπίδρασης και δεξιοτήτων επικοινωνίας, καλούνται Διάχυτες Αναπτυξιακές Διαταραχές. Σ’ αυτές τις διαταραχές παρατηρούνται επίσης, στερεότυπες μορφές συμπεριφοράς, ενδιαφερόντων και δραστηριοτήτων. Εκτός από το σύνδρομο του αυτισμού ο κατάλογος των Διάχυτων Αναπτυξιακών Διαταραχών συμπληρώνεται με τη διαταραχή Asperger, τη διαταραχή Rett, την παιδική αποδιοργανωτική διαταραχή και τη διάχυτη αναπτυξιακή διαταραχή μη προσδιοριζόμενη αλλιώς. ( Κακούρος, Μανιαδάκη,2002).

Οι Διάχυτες Αναπτυξιακές Διαταραχές ( Pervasive Developmental Disorders) καλούνται αλλιώς και Διαταραχές του Αυτιστικού Φάσματος ( Autistic Spectrum Disorders) ( Siegel,1996).

Στη διαταραχή Rett ανήκουν τα παιδιά εκείνα τα οποία παρουσιάζουν αναπτυξιακά ελλείμματα μετά από μια περίοδο ομαλής ανάπτυξης. Πριν δηλ. την ηλικία των 10 χρόνων και ενώ έχει παρέλθει μια περίοδος φυσιολογικής ανάπτυξης δυο χρόνων τουλάχιστον το παιδί εμφανίζει απώλεια δεξιοτήτων σε δυο τουλάχιστον από τους παρακάτω τομείς:

· Γλωσσική έκφραση ή αντίληψη.

· Κοινωνικές δεξιότητες ή προσαρμοστική συμπεριφορά.

· Έλεγχος του ορθού ή της κύστης.

· Παιχνίδι και κινητικές δεξιότητες.

  Η παιδική αποδιοργανωτική διαταραχή περιλαμβάνει τα παιδιά εκείνα, που ενώ είχαν μια φυσιολογική περίοδο ανάπτυξης, παρουσιάζουν εκ των υστέρων μια συνολική παλινδρόμηση στην ανάπτυξή τους.( Κακούρος, Μανιαδάκη, 2002).

Κατά την περίοδο του 2ου Παγκόσμιου Πολέμου ο Hans Asperger ασχολήθηκε και αυτός με τον παιδικό αυτισμό. Το δε 1944 δημοσίευσε τις απόψεις του στη Βιέννη,  χωρίς αυτές να τύχουν απήχησης. ( Κρουσταλάκης, 1998).

Σήμερα ο όρος “ syndrome dAsperger” περιλαμβάνει παιδιά που έχουν μεν συμπτώματα αυτισμού, αλλά δεν παρουσιάζουν γλωσσική ή νοητική ανεπάρκεια

( Κακούρος, Μανιαδάκη, 2002). Μοιάζουν δηλ. περισσότερο με  φυσιολογικά παιδιά. Αυτά τα παιδιά έχουν μια εκκεντρικότητα, περίεργες συμπεριφορές, ασχολούνται και θέλουν να ενημερώνονται συνέχεια για θέματα όπως τα καιρικά φαινόμενα, η γεωγραφία κλπ Δυσκολεύονται στην ανάπτυξη κοινωνικών και φιλικών σχέσεων, έχουν τάσεις απομόνωσης και παρουσιάζουν ιδιομορφία στο λόγο τους.

( Κακούρος, Μανιαδάκη 2002).

Όταν τα παιδιά παρουσιάζουν μεν σοβαρά ελλείμματα στην ανάπτυξή τους αλλά δεν ανήκουν σε καμιά από τις προαναφερθείσες διαταραχές κατατάσσονται στην Διάχυτη Αναπτυξιακή Διαταραχή μη Προσδιοριζόμενη αλλιώς.

Ο Αυτισμός είναι μια διαταραχή κατά την οποία το άτομο έχει ένα γενικό πρόβλημα αλληλεπίδρασης με το περιβάλλον του με αποτέλεσμα να οδηγείται σε απομόνωση χωρίς να μπορεί να πετύχει σε καμιά προσπάθεια κοινωνικοποίησης. Το αυτιστικό παιδί απομονώνεται και από το οικογενειακό του περιβάλλον για το οποίο δείχνει ελάχιστο ενδιαφέρον και δημιουργεί ένα δικό του κόσμο. Προτιμά να μένει μόνο του και να ασχολείται με διάφορα αντικείμενα μ’ έναν ιδιαίτερο τρόπο. Η γλωσσική του ανάπτυξη υστερεί επίσης. Τα μισά παιδιά μπορεί να προφέρουν μερικές λέξεις μόνο και τα άλλα μισά έχουν μια ιδιόμορφη εκφορά του λόγου, μη λειτουργική.

Το νοητικό τους επίπεδο κυμαίνεται από ανώτερα επίπεδα νοημοσύνης μέχρι μεγάλου βαθμού νοητική καθυστέρηση.

Τα αυτιστικά παιδιά χαρακτηρίζονται επίσης από συμπεριφορές με στερεότυπες κινήσεις, που αν κανείς επιχειρήσει να τις διακόψει θα συναντήσει εντονότατα ξεσπάσματα θυμού και εκνευρισμού. ( Κακούρος, Μανιαδάκη, 2002).

  Ορισμός του αυτισμού

  Για να ορίσουν το αυτιστικό παιδί οι παλιοί φρενολόγοι το χαρακτήριζαν ως το παιδί- αγρίμι ή ηλίθιο. Η Κλαίρη Συνοδινού στο βιβλίο της « Παιδικός Αυτισμός» κάνει μια επιτυχημένη ανάλυση για την προέλευση της λέξης ηλίθιος ξεκινώντας από τη λέξη ίδιος που σημαίνει ότι κάτι ανήκει εξ ολοκλήρου σε κάποιον ή σε κάτι δηλ. αυτός – ιδιαίτερος. Ιδιότης- τητος είναι η ιδιοκτησία, η ιδιαίτερη φύση, ίδιος χαρακτήρας. Ιδιωτεία είναι η ιδιωτική ζωή, έλλειψη παιδείας, άγνοια. Ιδιώτης είναι ο απλός άνδρας που δεν έχει ένα επάγγελμα, άνθρωπος χωρίς μόρφωση. Ιδίωμα είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, ίδιος χαρακτήρας

Ο ιδιώτης λοιπόν που σημαίνει ο αδαής άνθρωπος, αυτός που δεν μπορεί να επικοινωνήσει με τον άλλο, άρα ο απομονωμένος, ο ξένος προς τους άλλους, χωρίς κοινωνικές αναφορές, έδωσε στη λέξη «ίδιος» και με τη δημιουργία της λέξης «idiot» ( ηλίθιος) την έννοια του αμαθούς, αυτού που στερείται εξυπνάδας, λογικής, όπως αναφέρει το Petit Robert. Η « ιδιωτεία» δημιουργήθηκε στην ιατρική γλώσσα το 1836 και είναι «συγγενείς ψυχική ανεπάρκεια, επίκτητη παραφροσύνη, πιο σοβαρή από την πνευματική καθυστέρηση και την ηλιθιότητα.

Ο όρος «αυτισμός», τελικά ,προέρχεται ετυμολογικά από την ελληνική λέξη

« εαυτός» και υποδηλώνει το κλείσιμο ενός ατόμου στον εαυτό του. Το 1911 ο ψυχίατρος Eugen Bleuler χρησιμοποίησε αυτή τη λέξη στον κλινικό χώρο για να χαρακτηρίσει ορισμένα άτομα ( ενήλικες) που έπασχαν από σχιζοφρένεια και δεν είχαν καμιά επαφή με την πραγματικότητα. ( Κακούρος, Μανιαδάκη, 2002).

Ο Leo Kanner το 1943 περιέγραψε με  σαφήνεια τα συμπεράσματα που προέκυψαν από την παρατήρησή του σε παιδιά που ανήκαν σε ομάδα ψυχωσικών αλλά διέφεραν απ’ αυτά. Τα παιδιά αυτά παρουσίαζαν αδυναμία επικοινωνίας με το περιβάλλον και κλείσιμο στον εαυτό τους. Επειδή αυτά ήταν τα συμπτώματα της  σχιζοφρένειας για τον ενήλικα, δανείστηκε ο Kanner τον όρο «αυτισμός» από τον Bleuler, για να ορίσει τον «παιδικό αυτισμό», δηλ. παιδιά αποκομμένα από το περιβάλλον. Ενώ, στην αρχή ο Kanner θεωρούσε, ότι ο παιδικός αυτισμός δεν είχε σχέση με την σχιζοφρένεια, άλλαξε άποψη προς το τέλος της ζωής του και τον ενέταξε σε μια ιδιαίτερη πολύ πρώιμη μορφή παιδικής σχιζοφρένειας. Ο ορισμός που έδωσε ο ίδιος για τον αυτισμό το 1943 είναι ο εξής: « το εξαιρετικό, το παθογνωμονικό, η θεμελιώδης διαταραχή, είναι η ανικανότητα αυτών των παιδιών να δημιουργήσουν φυσιολογικές σχέσεις με τα πρόσωπα και να αντιδράσουν φυσιολογικά σε καταστάσεις από την αρχή της ζωής τους. Πρόκειται για έμφυτη ανικανότητα να δημιουργήσει βιολογικώς τη φυσιολογική συναισθηματική επαφή με τους ανθρώπους, ακριβώς όπως άλλα παιδιά έρχονται στον κόσμο με φυσικές αναπηρίες ή έμφυτες νοητικές αναπηρίες».Βέβαια ύστερα από 40 χρόνων μελέτες στο συγκεκριμένο αντικείμενο τροποποίησε πολλές φορές τη θεωρία του και κατέτασσε τον αυτισμό άλλοτε στις βιολογικές και άλλοτε στις ψυχικές διαταραχές.( Σημειώσεις Συνοδινού 1993 - 2002).

Σύμφωνα με το (Μάνο, 1997) ως Αυτισμός ορίζεται μια Διάχυτη Αναπτυξιακή Διαταραχή που χαρακτηρίζεται από έντονα διαταραγμένη κοινωνική αντίδραση και επικοινωνία ( λεκτική, μη λεκτική) και έντονα περιορισμένες δραστηριότητες και ενδιαφέροντα. Αυτή η σοβαρή βλάβη σ’ αυτούς τους τρεις τομείς αναλύεται στα διαγνωστικά κριτήρια που περιλαμβάνονται στην τέταρτη έκδοση του Διαγνωστικού και Στατιστικού Εγχειριδίου ( Diagnostic and Statistical ManualIV) ( American Psychiatric Association International Classification of Diseases – 10th ed., ICD –10)

( World Health Organisation, 1992).

Κατά το Petit Robert Αυτισμός σημαίνει κατά λέξη: « απόσταση από την εσωτερική πραγματικότητα, που συνοδεύεται από μια έντονη εσωτερική ζωή. Το υποκείμενο ζει με τον ίδιο του τον εαυτό, αναδιπλωμένο στον εαυτό του».

( Συνοδινού,2001).

   

Στην κορυφή της σελίδας

Αιτιολογία του αυτισμού

  Οργανικοί – Βιολογικοί  Παράγοντες

  Ο Kanner  πρώτος υποστήριξε ότι η αιτιολογία αυτής της διαταραχής είναι οργανική. Επειδή όμως οι μελέτες του  έγιναν σε παιδιά που ανήκαν σε ανώτερες κοινωνικές τάξεις, δεν μπορούσαν να συνεκτιμηθούν και διάφορα άλλα χαρακτηριστικά των γονέων που μπορεί να έπαιξαν ρόλο στην πρόκληση αυτής της διαταραχής. Οι περιγραφές οδηγούσαν σε διαφορετικές ερμηνείες της προέλευσης του αυτισμού και όπως πιο πάνω αναφέρθηκε άλλοτε είχαμε ψυχική και άλλοτε βιολογική – γενετική εκδοχή. Οι σύγχρονες μελέτες που έχουν γίνει σε οικογένειες αυτιστικών παιδιών οδηγούν σε ασφαλή συμπεράσματα για το ότι ο αυτισμός έχει γενετική προέλευση κατά κύριο λόγο. Αυτό φάνηκε και από μελέτες σε αδέλφια ή μονοζυγωτικούς διδύμους, αλλά και στη συχνή ύπαρξη αυτισμού σε μέλη της ευρύτερης οικογένειας. Μελέτες έχουν συνδέσει επίσης την ύπαρξη της σκλήρυνσης κατά πλάκας με τον αυτισμό. Επειδή όμως συνήθως με τον αυτισμό και τη σκλήρυνση κατά πλάκας συνυπάρχουν νοητική υστέρηση ή/ και επιληψία, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι ο αυτισμός μπορεί να συνδέεται με κάποια εγκεφαλική δυσλειτουργία που συνοδεύει τη σκλήρυνση κατά πλάκας, αλλά να μη συνδέονται με τα γονίδια που είναι υπεύθυνα για αυτή την ασθένεια. Από όλες τις μελέτες καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι ο αυτισμός πρέπει να είναι αποτέλεσμα αλληλεπίδρασης πολλών διαφορετικών γονιδίων. ( Κακούρος, Μανιαδάκη, 2002).

Υπάρχουν ενδείξεις, επίσης διαφορών φύλου στην οικογενειακή μεταβίβαση του αυτισμού. Τα αγόρια έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να προσβληθούν δηλ σε αναλογία 3 ή 4: 1, όμως τα κορίτσια έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να παρουσιάσουν μεγαλύτερες γνωστικές σοβαρότερη γενική διαταραχή, μεγαλύτερες γνωστικές και γλωσσικές ανεπάρκειες και περισσότερες πιθανότητες εμφάνισης επιληπτικών κρίσεων. ( Bonder, 1995, Wolff, 1991, Κωνστανταρέα, 1988, Prior, 1987).

Αν και οι έρευνες έχουν αποδείξει πως ορισμένοι γενετικοί παράγοντες είναι υπεύθυνοι για τη εμφάνιση του αυτισμού, πρέπει να δεχτούμε ότι ο αυτισμός δεν κληρονομείται αυτούσιος, αλλά μπορεί να μεταδίδεται ως μορφή νοητικής υστέρησης και επιβράδυνσης της γλωσσικής ανάπτυξης του παιδιού. ( Κρουσταλάκης, 1998).

Προβάλλουν λοιπόν ερωτήματα απέναντι σ’ αυτήν την άποψη όπως είναι: α) ποιος είναι ο ακριβής τρόπος κληρονομικής μεταβίβασης  β) πως εξηγείται, από γενετική πλευρά, η ανομοιογένεια του αυτισμού και γ) τι ακριβώς κληρονομείται.

Από νευρολογική άποψη, μελέτες αυτιστικών ατόμων έχουν δείξει ότι τα άτομα αυτά παρουσιάζουν ελλείμματα ευρέος φάσματος σε πολλούς τομείς και επομένως δηλώνεται ότι υπάρχει εκτεταμένη εγκεφαλική δυσλειτουργία, από την άλλη πλευρά όμως φαίνεται ότι ορισμένα άλλα σημεία του εγκεφάλου παραμένουν ανέπαφα.. Οι νευροψυχολογικές μελέτες έχουν επίσης αποδείξει ότι τα άτομα με αυτισμό έχουν ιδιαίτερη δυσκολία να επεξεργάζονται κοινωνικές πληροφορίες σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο είδος πληροφορίας. Αυτά φανερώνει ότι υπάρχει εξειδικευμένη περιοχή στον εγκέφαλο για τα κοινωνικά ερεθίσματα. ( Κακούρος, Μανιαδάκη, 2002).

  Ψυχοδυναμικοί – Περιβαλλοντικοί  Παράγοντες

  Ο Kanner ήταν ο πρώτος, όπως προαναφέραμε, που προσπάθησε να συνδέσει τους βιολογικούς παράγοντες με τη συμπεριφορά και τα χαρακτηριστικά των γονέων των αυτιστικών παιδιών. Περιέγραψε τους γονείς αυτούς ως σκληρούς και άκαμπτους, ψυχαναγκαστικούς, που ήταν ανίκανοι να προσφέρουν στα παιδιά τους θαλπωρή και στοργή. Σε ένα άρθρο του μάλιστα, στο περιοδικό “Time” το 1960 ανέφερε ότι οι γονείς αυτοί ήταν ένα ψυγείο που « έτυχε να ξεπαγώσουν ίσα ίσα για να παράγουν ένα παιδί, επιστρέφοντας κατόπιν στα επαγγελματικά, ψυχρά και εγκεφαλικά τους ενδιαφέροντα»

Η παρουσία του αυτισμού μπορεί να οφείλεται επίσης σε τραυματικές εμπειρίες του παιδιού, όπως είναι ανεπιθύμητη κύηση, έλλειψη αυτοπεποίθησης των γονέων ιδιαίτερα της μητέρας, γέννηση ενός άλλου παιδιού πριν συμπληρώσει το βρέφος το 18ο μήνα της ζωής του, έλλειψη σωματικής επαφής με τη μητέρα, λανθασμένη συμπεριφορά ή κατάθλιψη της μητέρας, διαζύγιο, θάνατος του ενός από τους δυο ή και των δυο γονέων, ιδρυματισμός ή απομάκρυνση του παιδιού από τη μητέρα..

 ( Bonder, 1995, Κυπριωτάκης, 1995, Κούρος, 1993, Κωνστανταρέα, 1988).

Ο Bruno Bettelheim στο έργο του « The Empty Fortress» ( Το άδειο οχυρό), το 1967 υποστηρίζει ότι η μητέρα με την αντιπαιδαγωγική συμπεριφορά της ευθύνεται για την απόγνωση και την άρνηση του παιδιού. ( Κρουσταλάκης, 1998).

Τελικά γι’ αυτήν την εσωτερική δυναμική και αντιδραστική αναδίπλωση του παιδιού στον εαυτό του επικρατούν σήμερα δυο προσεγγιστικές τάσεις. Η μια είναι η ψυχοδυναμική που εκτιμά ότι η αιτία του αυτισμού είναι μια τραυματική εμπειρία  ή ένα προβληματικό περιβάλλον και η άλλη η οργανιστική που αποδίδει τον αυτισμό σε χρωμοσωμική παραμόρφωση. Μπορεί τελικά να ισχύουν και οι δυο απόψεις, όπως για παράδειγμα ακόμη κι αν ο αυτισμός μπορεί να οφείλεται σε γενετική αιτία δεν πρέπει να παραβλεφθεί το γεγονός ότι ο αντιδραστικός αυτισμός είναι ψυχικής προέλευσης. ( Συνοδινού, 2001).

  Κλινική εικόνα- Διάγνωση

  Το αυτιστικό παιδί δεν παρουσιάζει κανένα ανησυχητικό σύμπτωμα αμέσως μόλις γεννηθεί. Αναπτύσσεται φυσιολογικά ( ως προς το μήκος, το βάρος και τις αισθητηριακές του λειτουργίες) και δεν προκαλεί ανησυχία. Τα ανησυχητικά σημάδια αρχίζουν κατά τους πρώτους μήνες και μπορεί να εμφανίζονται μέχρι και τον 30ο μήνα. Οι γονείς διαπιστώνουν ξαφνικά μια επιδείνωση της αναπτυξιακής του πορείας. Δεν αντιδρά στο πλησίασμα της μητέρας ούτε σε άλλους θορύβους ή ερεθισμούς, δίνει έτσι την εντύπωση κωφού ή τυφλού παιδιού, δεν χαμογελά αλλά ούτε προσηλώνεται ή τείνει τα χέρια σε πρόσωπα και αντικείμενα. Η συμπεριφορά αυτή σταδιακά παγιώνεται και  συνοδεύεται επίσης από διαταραχές του λόγου ή στην κοινωνική  και συναισθηματική του συμπεριφορά. Πολλές φορές παρουσιάζονται προβλήματα και στο σωματικό τομέα όπως αδυναμία κινητικού συντονισμού.

( Κρουσταλάκης, 1998).

Στην κορυφή της σελίδας

 

Καθώς περνούν τα χρόνια κάποια από τα αυτιστικά χαρακτηριστικά μπορεί να υποχωρούν και να καταλαμβάνουν άλλα τη θέση τους. Κατά ορισμένους ερευνητές ορισμένες συμπεριφορές όπως η υπερκινητικότητα, η αυτοκαταστροφική συμπεριφορά και οι ψυχαναγκασμοί είναι εντονότεροι στην εφηβεία. Υπάρχει όμως και μια έρευνα ( Kobayashi et al., 1992) που έχει διαπιστώσει ότι το 43% του δείγματος των αυτιστικών έχει παρουσιάσει βελτίωση κατά την εφηβεία. Οι στερεοτυπικές κινήσεις η ανάρμοστη κοινωνικά συμπεριφορά επιμένουν να υφίστανται κατά την ενηλικίωση και στα πιο λειτουργικά από τα αυτιστικά άτομα.

( Κακούρος, Μανιαδάκη, 2002).

Κατά τον Kanner τα κλινικά χαρακτηριστικά του αυτισμού συνοψίζονται ως εξής:

α. Διαταραχές της διατροφής.

β. Ψυχοκινητικές διαταραχές.

γ. Διαταραχές λόγου και επικοινωνίας.

δ. Συναισθηματικές διαταραχές και διαταραχές συμπεριφοράς.

· απέναντι στα αντικείμενα.

· απέναντι στα πρόσωπα.

· στη σύλληψη των συνόλων και των μερών.

ε. Γνωστικές διαταραχές.

στ. Διαταραχές αντίληψης:

· ακοή – όραση

· απτικές αντιλήψεις

· αντιλήψεις λαβυρινθικές στάσεως και ισορροπίας.

Ο Kanner τα συμπτώματα του αυτισμού τα διέκρινε σε πρωτογενή και δευτερογενή. Τα πρωτογενή είναι η αυτιστική απόσυρση και το αμετακίνητο ( στο χώρο και το χρόνο).

Το παιδί θέλει να κρατά τα αντικείμενα σε ακινησία. Μερικά παιδιά θέλουν να στροβιλίζουν αντικείμενα. δεν ενδιαφέρονται για τα παιχνίδια αλλά για μια λεπτομέρεια του παιχνιδιού.( Σημειώσεις Συνοδινού 1993 - 2002).

Αν το αυτιστικό παιδί διαθέτει λόγο, αυτός είναι συνήθως σωστά δομημένος και προέρχεται από τη μίμηση εκφράσεων των ενηλίκων χωρίς να έχει λογική συνέχεια. η ομιλία τους είναι συχνά μονότονη, άρρυθμη και στερείται κανονικής φωνητικής μελωδίας. Έχει τηλεγραφική μορφή και παρουσιάζει φαινόμενα ηχολαλίας. Εξελικτικά πρώτα αναφέρει τα ουσιαστικά και αργότερα τα ρήματα. δε χρησιμοποιεί την αντωνυμία  « εγώ» και δεν κατανοεί αφηρημένες έννοιες.

 ( Κρουσταλλάκης, 1998).

Το βλέμμα των αυτιστικών παιδιών εκπλήσσει. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Συνοδινού στο βιβλίο της « Ο Παιδικός Αυτισμός»: « Το βλέμμα τους με εξέπληξε. Ήταν πολύ διαφορετικό από το βλέμμα των ψυχωσικών παιδιών, βλέμμα ακίνητο, χωρίς να είναι κενό, όμως γεμάτο αξιοπρέπεια. Αυτό το αποτραβηγμένο βλέμμα έκρυβε πόνο. Παρότι είχαν “αποσυρθεί”, αισθάνθηκα ότι σε αυτά τα παιδιά υπήρχε κάποια επιθυμία για επικοινωνία».

Σύμφωνα με το DSM- IV, για να διαγνωστεί «αυτισμός» θα πρέπει να πληρούνται έξι κριτήρια, από τα οποία δυο να αφορούν στην κοινωνική αλληλεπίδραση, ένα στην επικοινωνία, ένα στη στερεοτυπική συμπεριφορά και να υπάρχουν δυο ακόμη που να εμφανίζονται σε οποιονδήποτε από τους πιο πάνω τομείς. η δε πρώτη εμφάνιση των συμπτωμάτων να γίνει πριν από την ηλικία των τριών ετών και να έχει αποκλειστεί η διάγνωση της διαταραχής Rett και της παιδικής αποδιοργανωτικής διαταραχής.

( Κακούρος, Μανιαδάκη, 2002).

Ο παιδικός αυτισμός πρέπει επίσης να διακριθεί από τις άλλες διάχυτες διαταραχές, το σύνδρομο Asperger, το σύνδρομο Rett και τη νοητική καθυστέρηση.

 ( Σημειώσεις Συνοδινού 1993 – 2002 ).

  Εξέλιξη- Πρόγνωση

  Από τις έρευνες που έχουν γίνει σχετικά με την εξέλιξη των αυτιστικών παιδιών προκύπτει ότι τα περισσότερα απ’ αυτά είναι συνεχώς εξαρτημένα από τους άλλους.

Το 25% απ’ αυτά επιτυγχάνουν μέτριο βαθμό ανεξαρτησίας αλλά χρειάζονται την επίβλεψη των άλλων και δεν μπορούν να εργαστούν.

Το 1/6 από αυτά επιτυγχάνει να προσαρμοστεί κοινωνικά και να εργαστεί έχοντας κάποιες αναπόφευκτες δυσκολίες στις σχέσεις του με τους άλλους.

Το κατά πόσο θα υπάρξει θετική εξέλιξη στην πορεία των αυτιστικών παιδιών εξαρτάται από:

α. Το δείκτη νοημοσύνης.

β. Τις γλωσσικές δεξιότητες. ( Πρέπει να δείξουν καλή ανάπτυξη μέχρι πέντε χρονών).

γ. Τις δεξιότητες παιχνιδιού.( Αν το παιχνίδι παρουσιάζει πολυπλοκότητα  και ποικιλία, αναμένεται καλύτερη μελλοντική εξέλιξη το αυτιστικό παιδί).

Η πρόγνωση είναι καλύτερη για τα αυτιστικά παιδιά που δεν έχουν εμφανίσει επιληπτικές κρίσεις και ζουν σε αρμονικό οικογενειακό περιβάλλον. ( Rutter, 1997, Herbert,1993, Reed, 1991, Rutter, 1990).

Η Συνοδινού υποστηρίζει ότι η εξέλιξη μπορεί να είναι:

· Έξοδος από τον αυτισμό και ανάπτυξη δυνατοτήτων μάθησης. Η έξοδος μπορεί να γίνει μετά από θεραπεία ή αυθόρμητα..

· Εξέλιξη σε ψύχωση.

· Εξέλιξη σε μια κατάσταση όπου το άτομο έχει ψυχαναγκαστικά στοιχεία, ανοίγεται όμως και προς τον έξω κόσμο.

· Εξέλιξη προς κατάσταση αναπηρίας ( ως προς την κοινωνική ζωή, την εργασία, την αυτάρκεια).( Σημειώσεις Συνοδινού 1993 – 2002 ).

  Θεραπευτική αντιμετώπιση

Η φαρμακευτική αγωγή που ακολουθήθηκε παλιά έχει εγκαταλειφθεί ως αναποτελεσματική.

Ο αυτισμός όπως προαναφέρθηκε είναι μια Διάχυτη Αναπτυξιακή διαταραχή που εμφανίζεται από τη νηπιακή ηλικία και διαρκεί μια ολόκληρη ζωή. Απαιτείται επομένως συνεχής παρακολούθηση και υποστήριξη του αυτιστικού ατόμου σε όλα τα  στάδια της ζωής του. Το αυτιστικό παιδί έχει ανάγκη από ένα ολόκληρο πλέγμα υπηρεσιών για αυτό και την οικογένειά του.( Κρουσταλάκης, 1998).

Μέχρι σήμερα δεν έχει βρεθεί για τον αυτισμό θεραπεία για πλήρη αποκατάσταση. Κάθε πρόταση θεραπείας δε, πρέπει να αξιοποιεί όλο το υπάρχον δυναμικό του παιδιού και να στοχεύει στη στήριξη του ίδιου και της οικογένειάς του. Οι νέες προσεγγίσεις προτείνουν κατάλληλα εκπαιδευτικά προγράμματα  για τα αυτιστικά παιδιά με πρώιμη παρέμβαση,  και ευκαιρίες για επαγγελματική αποκατάσταση και αυτόνομη διαβίωση των ατόμων αυτών. Επειδή όμως όλα αυτά συνεπάγονται αρκετά υψηλό κόστος, τέτοιες προτάσεις δεν είναι ακόμη υλοποιήσιμες με αποτέλεσμα  η πλειονότητα των αυτιστικών παιδιών, να μη μπορεί να βελτιώσει τη ζωή τους.

( Κακούρος, Μανιαδάκη, 2002).

Το είδος του προγράμματος που κάθε φορά ακολουθείται έχει να κάνει με το συγκεκριμένο παιδί, γιατί υπάρχουν πολλοί αυτισμοί και όχι ένας. « Κάθε παιδί οργανώνει τη δική του απόσυρση». ( Συνοδινού, σελ. 38, 2001).

Εξαρτάται επίσης από το νοητικό επίπεδο στο οποίο βρίσκεται το παιδί. Αν αυτό και η γλωσσική ανάπτυξη είναι χαμηλά, τότε ο στόχος των προγραμμάτων έχει να κάνει με τον περιορισμό των αυτοκαταστροφικών τάσεων και της στερεοτυπικής συμπεριφοράς καθώς και με την ανάπτυξη και διδασκαλία βασικών δεξιοτήτων αυτοεξυπηρέτησης, συνεργασίας και έκφρασης βασικών αναγκών.

Σε μεγαλύτερη ηλικία στοχεύει και σε διδασκαλία βασικών επαγγελματικών δεξιοτήτων.

Αν τα παιδιά βρίσκονται σε ανώτερο νοητικό και γλωσσικό επίπεδο, τότε υπάρχει μεγαλύτερη απόδοση, όπως προαναφέρθηκε στα αποτελέσματα των προγραμμάτων και αυτό, βέβαια εξαρτάται από το πόσο νωρίς ξεκινάει και πόσο εντατικό είναι ένα θεραπευτικό πρόγραμμα. ( Κακούρος, Μανιαδάκη, 2002).

Η θεραπευτική εργασία που περιγράφει η Συνοδινού έχει σαν χαρακτηριστικό της τη μεσολάβηση ανάμεσα σ’ αυτή και το αυτιστικό παιδί. Υποστηρίζει ότι με αυτό τον τρόπο αποφεύγεται η πιθανή είσοδος του αυτιστικού παιδιού στην ψύχωση. Η μεσολάβηση μπορεί να γίνεται με πλαστελίνη, με χαρακτικά ή με σχήματα ανάλογα με το τι επιλέγουν τα ίδια τα παιδιά. Χαρακτική μπορεί να σημαίνει και ένα μήνυμα, ένα ίχνος που προέρχεται από το  ‘ίδιο’ το άτομο. Το μέσο που χρησιμοποιεί – η πλαστελίνη ή η λευκή κόλλα – είναι σαν την οθόνη όπου ο ασθενής αφήνει τα ίχνη του. Με αυτό τον τρόπο μπορεί το παιδί να ανοιχτεί προς τα έξω, αν αρχίσει να θεωρεί τον κόσμο έξω απ’ αυτό. Αφού θεωρούμε σαν δεδομένο ότι το αυτιστικό άτομο παρουσιάζει μια πλήρη αδιαφορία ως προς τον άλλο, μπορούμε να δεχτούμε ότι το αυτιστικό άτομο δεν έχει καμιά σύγχυση ανάμεσα στο μέσα και το έξω, γιατί δεν υπάρχει έξω. Υπάρχει όμως το παράδοξο ότι το έξω υπάρχει και το παιδί προσπαθεί να προστατευθεί απ’ αυτό. Γι ’αυτό κλείνεται τελείως μέσα σε ένα « κέλυφος αδιαπέραστης άμυνας’ που το κάνει να αναδιπλώνεται στον εαυτό του. Αυτά τα όρια είναι τεχνητά και είναι για τούτο ασφαλή, αλλά δεν είναι αυθεντικά  Αυτό το κέλυφος κατά την Συνοδινού δεν πρέπει να σπάσουν στην τύχη, όπως πολλές θεραπείες με τη διασφάλιση κάποιας επικοινωνίας έχουν επιδιώξει, γιατί τότε το άτομο μπορεί να οδηγηθεί στην ψύχωση.( Συνοδινού, 2001).

   

Στην κορυφή της σελίδας

Συμβουλευτική παρέμβαση

  Η Συμβουλευτική μπορεί να βοηθήσει αποτελεσματικά τους έφηβους και ενήλικους αυτιστικούς. Υπάρχει μεγάλος αριθμός προβλημάτων που αντιμετωπίζει καθημερινά ο αυτιστικός όπως προβλήματα επικοινωνίας, κοινωνικής ζωής και εργασίας ή μάθησης αλλά κυρίως προβλήματα σεξουαλικής ζωής και συμπεριφοράς. Σε αυτό το επίπεδο η συμβολή της συμβουλευτικής είναι μεγάλη. Έχει επίσης εξαιρετική σημασία για τη συναισθηματική ζωή του εφήβου και του νέου ενήλικα, διότι η κλινική εμπειρία μας παρέχει δυσάρεστα δεδομένα που έχουν να κάνουν με καταστάσεις κατάθλιψης να κυριεύουν τους αυτιστικούς νέους, αφού συναντούν ανυπέρβλητες δυσκολίες στη κοινωνική τους αποκατάσταση. ( Κρουσταλάκης, 1998).

Η συμβουλευτική της οικογένειας είναι απαραίτητο να γίνεται σε όλες τις ηλικίες του αυτιστικού παιδιού και σε οποιοδήποτε επίπεδο κι αν βρίσκεται αυτό. Είναι σημαντικό να είναι περιορισμένες οι προσδοκίες ιδιαίτερα των γονέων, για το τελικό αναπτυξιακό επίπεδο που θα μπορέσει να φτάσει το παιδί. Επίσης μέσα στην οικογένεια πρέπει να αποφεύγεται η εγκατάσταση ενός υπερβολικά απαισιόδοξου κλίματος.( Κακούρος, Μανιαδάκη, 2001).

Με τη συμβουλευτική μπορούν επίσης να βοηθηθούν, αφού λύσουν τα προσωπικά τους προβλήματα, να κατανοήσουν ότι είναι πολύ σημαντικός ο δικός τους  βοηθητικός, ψυχοπαιδαγωγικός ρόλος. Πρέπει να παρακινηθούν να συνεργαστούν γόνιμα με τους ειδικούς για θέματα ψυχοθεραπείας, αναπτυξιακής θεραπείας και ειδικής αγωγής του παιδιού. οι γονείς με τη συμβουλευτική παρέμβαση θα αποκτήσουν τις βασικές γνώσεις και δεξιότητες για να συμπεριφέρονται στο παιδί τους με αισιοδοξία, υπομονή και επιμονή, με σταθερότητα στη συμπεριφορά τους και χωρίς υπερπροστατευτισμό τις ανάγκες του παιδιού τους σήμερα και του αυριανού εφήβου. ( Κρουσταλάκης, 1998).

Συγκεκριμένα οι γονείς θα μπορούσαν να εκπαιδευτούν στις δραστηριότητες αυτοφροντίδας, παιχνιδιού, επικοινωνίας για να εφαρμόζονται στο σπίτι. Αν υπάρχει σταθερότητα στις χρησιμοποιούμενες τεχνικές, βοηθιέται το παιδί με αυτισμό να γενικεύει αυτό που μαθαίνει. ( Κωνστανταρέα, 1988).

Επίσης σε δραστηριότητες που μπορούν να γίνονται κατά τη διάρκεια του καθημερινού προγράμματος στο σπίτι για να αναπτυχθούν περαιτέρω επικοινωνιακές και άλλες γνωστικές δεξιότητες π.χ. κατά το ντύσιμο να ονομάζονται τα ρούχα και να συνδέονται με χρώματα ( Aarons & Gittens, 1998).

Μπορούν επίσης να γίνουν προσαρμογές στο περιβάλλον του σπιτιού. Να περιοριστούν δηλ. τα διάφορα ερεθίσματα όπως ακουστικά, οπτικά. ( Parham & Mailloux, 1996).

Εφαρμογή προγραμμάτων στο σπίτι για την προαγωγή της αυτονομίας του παιδιού.

Έχει αποδειχθεί ότι η συμμετοχή και των γονέων σε προγράμματα θεραπείας αυτιστικών παιδιών έχει φέρει πολύ θετικά αποτελέσματα. Η αγάπη που διαθέτουν οι γονείς για το παιδί τους είναι η πιο αλάνθαστη και αξεπέραστη μέθοδος θεραπείας.

( Κυπριωτάκης, 1995)

  Επίλογος

  Από το 1943 έχει χαρακτηριστεί ως αυτισμός η ιδιαίτερη αυτή Διάχυτη Αναπτυξιακή Διαταραχή που παρατηρείται σε νήπια μικρότερα των τριών ετών, από τον Kanner. Έχουν γίνει πολλές μελέτες του αυτισμού από την εποχή εκείνη και έπειτα, πολλές προσπάθειες ερμηνείας της προέλευσής του και ακόμη μεγαλύτερες προσπάθειες θεραπείας του. Τα αποτελέσματα μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για μια διάχυτη διαταραχή γενετικής – περιβαλλοντικής και ψυχογενούς αιτιολογίας με πολλές μορφές και εκδηλώσεις αλλά και κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.  Οι προσπάθειες θεραπείας οδηγούν στην καλύτερη των περιπτώσεων σε μια βελτίωση της κοινωνικής προσαρμογής και στην απόκτηση βασικών δεξιοτήτων εκτός και αν πρόκειται για άτομα με φυσιολογική νοημοσύνη και γλωσσική ικανότητα οπότε έχουμε και πολύ καλύτερα αποτελέσματα. Προϋπόθεση για την καλή έκβαση της θεραπείας είναι και η συμβουλευτική παρέμβαση που θα γίνει στους γονείς καθώς και στην υπόλοιπη οικογένεια.

  ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1.        Aarons, M.& Gittens, T., ( 1998). Autism: a social skills approach for children and adolescents. Oxon: Winslow Press.

2.                     Bonder,B.R., ( 1995). Psychopathology and Function,(2nd ed). Thorofore: Slack Inc.

3.                     Herbert, M., (1993). Ψυχολογικά προβλήματα παιδικής ηλικίας. Τόμος Α΄. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

4.                     Κακούρος, Ε., & Μανιαδάκη, Κ., ( 2002). Ψυχοπαθολογία παιδιών και εφήβων.Αθήνα: Τυπωθήτω – Γιώργος Δαρδανός.

5.                     Κούρος, Ι., ( 1993). Αυτισμός. Στο Εταιρία Ψυχολογικής Ψυχιατρικής Ενηλίκου και Παιδιού ( 1993), Ψυχολογικά θέματα παιδιών και Εφήβων. Τόμος Α΄. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

6.                     Κρουσταλάκης, Γ., ( 1998). Παιδιά με Ιδιαίτερες Ανάγκες.( 3η έκδοση). Αθήνα: Έκδοση του Ιδίου.

7.                     Κυπριωτάκης, Α. Β., ( 1995). Τα αυτιστικά παιδιά και η αγωγή τους.Ηράκλειο: Εκδόσεις: Φαίδρα Κυπριωτάκη.

8.                     Κωνστανταρέα, Μ., ( 1998). Παιδικός αυτισμός. Στο Γ. Τσιάντη & Σ. Μανωλοπούλου (Eds), ( 1998). Σύγχρονα θέματα Ψυχιατρικής. Τόμος Β΄. Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη.

9.                     Μάνος, Ν., ( 1997). Βασικά στοιχεία Κλινικής Ψυχιατρικής. Θεσσαλονίκη: University Studio Press.

10.                 Parham, L. D., & Mailloux, Z., ( 1996). Sensory Integration. In J. Case – Smith, A. S. Allen & P. N. Pratt ( Eds) ( 1996), Occupational Therapy for Children ( 3rd ed.). St Louis : Mosby Company.

11.                 Prior, M., (1987). Biological and Neuropsychological Enigma. American Journal of Occupational Therapy.150, pp 8 –17.

12.                 Reed, K.L. ( 1991). Quick reference to occupational therapy. Graithersburg: Aspen Publishers.

13.                 Rutter, M., ( 1990). Νηπιακός αυτισμός: σύγχρονες αντιλήψεις και αντιμετώπιση. Μετάφραση Γ. Καραντάνος. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

14.                 Rutter, M., (1997). Infantile autism and other child psychoses. In M. Rutter & L. Hepsor, ( 1997). Child – Psychiatry – Modern Approaches. London : Blackwell Scientific Publications.

15.                 Συνοδινού, Κ., ( 2001). Ο Παιδικός Αυτισμός. Θεωρητική προσέγγιση.

              ( 3η έκδοση). Αθήνα: Καστανιώτη.

16.                 Συνοδινού, Κ., (1993 – 2002).Σημειώσεις

17.                 Wolff, S., ( 1991). Childhood autism: its diagnosis, nature and treatment. Archives of Disease in Childhood, 6, pp. 737 – 741.

Στην κορυφή της σελίδας

Πίσω στη Συμβουλευτική